ἄμπαυμα

ἄμπαυμα
ἄμπαυμα, [full] ἀμπαύω, etc.,
A v. ἀναπ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄμπαυμα — ἀνάπαυμα repose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμπαυμ' — ἄμπαυμα , ἀνάπαυμα repose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπαυμα — ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) [ἀναπαύω] 1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι 2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως 3. (για αγρούς) αγρανάπαυση* …   Dictionary of Greek

  • μέρμηρα — μέρμηρα, ἡ (Α) 1. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων», Ησίοδ.) 2. ο πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μερμηρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”